- θαμνοσκεπής
- -εςο καλυμμένος από θάμνους, θαμνόφυτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -σκεπής (< σκέπας, σκέπος), πρβλ. ασκεπής, επισκεπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek